- ροδόνερο
- το, Ντο ροδόσταγμα, αλλ. τριανταφυλλόνερο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ροδόνερο — το το ροδόσταμο, το τριανταφυλλόνερο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… … Dictionary of Greek
νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός … Dictionary of Greek
ροδοπεριχυμένος — και ροδοπερίχυτος, η, ο, Ν ραντισμένος με ροδοπέταλα ή με ροδόνερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + περιχυμένος] … Dictionary of Greek
ροδόσταγμα — το / ῥοδόσταγμα, ΝΑ, και ροδόσταμα και ροδόσταμο, Ν νεοελλ. 1. παράλληλο παράγωγο τής απόσταξης τών ρόδων κατά την παραλαβή τού ροδελαίου, με πολύ γλυκό άρωμα, που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, ζαχαροπλαστική κ.ά., αλλ. ροδόνερο 2. διάλυμα… … Dictionary of Greek
ρόδο — το / ῥόδον, ΝΜΑ και αιολ. τ. βρόδον, Α το άνθος τής ροδής, το τριαντάφυλλο (α. «ο Απρίλης με τα λουλούδια κι ο Μάης με τα ρόδα» β. «φύεται αὐτόματα ρόδα», Ηρόδ. γ. «οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ ὑάκινθος», Θέογν.) νεοελλ. φρ. α) «ρόδο τής… … Dictionary of Greek
ροδόσταμα — ροδόσταμα, το και ροδόσταμο, το τριανταφυλλόνερο, ροδόνερο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τριανταφυλλόνερο — το ροδόσταγμα, ροδόσταμο, ροδόνερο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)